-
1 παρα-σφάλλω
παρα-σφάλλω, von der Seite stoßen, machen, daß Etwas seitwärts abirrt, z. B. ein Pfeil, ἀλλ' ὅγε καὶ τόϑ' ἅμαρτε· παρέσφηλεν γὰρ Ἀπόλλων, Il. 8, 311; auch c. gen., τὸν παρέσφαλεν καλῶν, Pind. N. 11, 31; u. sp. D., πολλοὺς δὲ παρασφήλασα νόοιο εἰς ἄτην ἐνέηκε, Opp. Hal. 3, 200; pass., νοῦς δὲ παρέσφαλται, des Trunkenen, Critias bei Ath. X, 432 f; ἀληϑείας παρεσφαλμένος, Plat. Epinom. 976 b; Sp.
См. также в других словарях:
παρασφάλλω — ΜΑ παθ. παρασφάλλομαι μτφ. πλανώμαι, παραπλανώμαι, σφάλλω, υποπίπτω σε σφάλμα («μηδαμοῡ παρεσφάλθαι τῆς ἀληθείας», Γρηγ. Νύσσ.) αρχ. 1. (για βέλος) κάνω κάτι να πέσει στα πλάγια, να εκτραπεί από τον στόχο του, να αστοχήσει («παρέσφηλεν γὰρ… … Dictionary of Greek